υπεροικώ — έω, Α κατοικώ πάνω ή πέρα από κάποιον ή από κάτι («οἱ ὑπεροικοῡντες τοῡ Ταραντίνου κόλπου», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἰκῶ (< οἶκος)] … Dictionary of Greek
Αντιφάνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγαλματοποιός (5ος αι. π.Χ.). Προερχόταν από τον δήμο Κεραμέων. Στο Ερέχθειο μνημονεύεται ως κατασκευαστής ανάγλυφου ηνίοχου με τον δίφρο του. 2. Αργείος χαλκοπλάστης (τέλη 5ου – μέσα 4ου αι. π.Χ.). Περίφημος … Dictionary of Greek
Εχεκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (4ος αι. π.Χ.). Ανήκε στα τελευταία μέλη της Πυθαγόρειας σχολής. Αρχικά έδρασε στην Ιταλία και μετά στον Φλιούντα της Πελοποννήσου. Ήταν σύγχρονος του Ταραντίνου φιλόσοφου Αριστοξένη, ο οποίος ανήκε στην… … Dictionary of Greek
Κλεωνίδης — (2ος αι. μ.Χ.). Μουσικός. Έγραψε Εισαγωγήν αρμονικήν, που υπήρξε χρήσιμο έργο για τη γνωριμία της αρμονικής θεωρίας του Αριστοξένη του Ταραντίνου … Dictionary of Greek
Λαμίσκος — (4ος αι. π.Χ.). Πυθαγόρειος φιλόσοφος. Ανήκε στον κύκλο του Ταραντίνου Αρχύτα, του οποίου ήταν συμπολίτης. Και οι δύο είχαν συνδεθεί φιλικά με τον Πλάτωνα και βοήθησαν στην απελευθέρωσή του από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, ο οποίος τον… … Dictionary of Greek