Ταραντίνου

Ταραντίνου
Ταραντί̱νου , Ταράντινος
masc/neut gen sg
Ταραντί̱νου , Ταραντῖνον
garment made of a diaphanous material woven from the byssus of the pinna
neut gen sg
Ταραντί̱νου , Ταραντῖνος
a Tarentine
masc/neut gen sg
Ταραντί̱νου , Ταραντῖνος
a Tarentine
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπεροικώ — έω, Α κατοικώ πάνω ή πέρα από κάποιον ή από κάτι («οἱ ὑπεροικοῡντες τοῡ Ταραντίνου κόλπου», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἰκῶ (< οἶκος)] …   Dictionary of Greek

  • Αντιφάνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγαλματοποιός (5ος αι. π.Χ.). Προερχόταν από τον δήμο Κεραμέων. Στο Ερέχθειο μνημονεύεται ως κατασκευαστής ανάγλυφου ηνίοχου με τον δίφρο του. 2. Αργείος χαλκοπλάστης (τέλη 5ου – μέσα 4ου αι. π.Χ.). Περίφημος …   Dictionary of Greek

  • Εχεκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (4ος αι. π.Χ.). Ανήκε στα τελευταία μέλη της Πυθαγόρειας σχολής. Αρχικά έδρασε στην Ιταλία και μετά στον Φλιούντα της Πελοποννήσου. Ήταν σύγχρονος του Ταραντίνου φιλόσοφου Αριστοξένη, ο οποίος ανήκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Κλεωνίδης — (2ος αι. μ.Χ.). Μουσικός. Έγραψε Εισαγωγήν αρμονικήν, που υπήρξε χρήσιμο έργο για τη γνωριμία της αρμονικής θεωρίας του Αριστοξένη του Ταραντίνου …   Dictionary of Greek

  • Λαμίσκος — (4ος αι. π.Χ.). Πυθαγόρειος φιλόσοφος. Ανήκε στον κύκλο του Ταραντίνου Αρχύτα, του οποίου ήταν συμπολίτης. Και οι δύο είχαν συνδεθεί φιλικά με τον Πλάτωνα και βοήθησαν στην απελευθέρωσή του από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, ο οποίος τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”